renter$69159$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

renter$69159$ - translation to ελληνικό

AGREEMENT WHERE A PAYMENT IS MADE FOR THE TEMPORARY USE OF A GOOD, SERVICE OR PROPERTY OWNED BY ANOTHER
Rented; Rental; Letting; For rent; To let; Rentals; Renter; Rent collector; Executive Leasing; Hire services; Movie rental; Houses for rent; Apartments for rent; Homes for rent; Rental property; Contract rent; Rental income; Rent check
  • Notice of renting availability of a building in [[Kaohsiung]], Taiwan
  • Notice of renting availability at the Villa Freischütz in [[Meran]] in 1911

renter      
n. μισθωτής
for rent         
νοικιάζεται

Ορισμός

renter
I. n.
Lessee, tenant.
II. v. a.
Fine-draw.

Βικιπαίδεια

Renting

Renting, also known as hiring or letting, is an agreement where a payment is made for the temporary use of a good, service or property owned by another. A gross lease is when the tenant pays a flat rental amount and the landlord pays for all property charges regularly incurred by the ownership. An example of renting is equipment rental. Renting can be an example of the sharing economy.